- άστρο
- και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον)1. το αστέρι2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον»)νεοελλ.1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο»)2. α) «άστρο της ημέρας» — ο ήλιοςβ) «άστρο της νύχτας» — η σελήνηγ) «άστρο της αυγής» — ο αυγερινόςδ) «άστρο της τραμουντάνας» — ο πολικός αστέρας3. φρ. α) «κατεβάζω, ρίχνω τ' άστρα» ή «μιλώ με τ' άστρα» — μαντεύω με την παρατήρηση των άστρωνβ) «κουβεντιάζω ή μιλώ με τ' άστρα» — ονειροπολώ, αεροβατώγ) «κατεβάζω τ' άστρα» — δίνω υποσχέσεις που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούνδ) «πέσαν τ' άστρα και τα φάγαν τα γουρούνια» — για ανάξιους που ανεβαίνουν σε υψηλό αξίωμαε) παροιμ. «τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα» — με τα χρήματα κατορθώνει κανείς και τα αδύνατααρχ.1. ο ήλιος2. ο Σείριος3. φρ. α) «περὶ τὸ ἄστρον» — κατά την περίοδο των κυνικών καυμάτωνβ) «ἐπι τοῑς ἄστροις» — κατά τον χρόνο της ανατολής και της δύσης των άστρωνγ) «ἄστροις σημαίνεσθαι, τεκμαίρεσθαι» — με οδηγό τ' άστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά-στρ-ον προέρχεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας *στερ (αστερ-,αστήρ), απαντά δε ήδη στην αρχαία κατά πληθ. και, σπανιότερα (μετά τον Όμηρο), σε ενικό. Το προθεματικό α- της λ. απαντά στο αρμ. astr, ενώ η ρίζα *ster (χωρίς προθεματικό) μαρτυρείται στην Κελτική (πρβλ. κορνουαλ. sterenn), στη Γερμανική (πρβλ. γοτθ. stairno), στην Τοχαρική Β' (πρβλ. ścirye), στη Χεττιτική (πρβλ. hašter) κ.ά. Το αρμ. astt, οδηγεί και σε ρίζα *stel-, που επιβεβαιώνεται και από αντίστοιχους τύπους άλλων γλωσσών, συχνά παράλληλους προς τη ρ. *ster- (πρβλ. αβεστ. αιτ. εν. star-әm, αρχ. ινδ. ονομ. πληθ. tārāh, οργαν. stŕ-bhih, λατ. stēlla < *stēr-lā ή πιθανότερα ίσως < *stēl-na). Περαιτέρω η σύνδεση των *ster- και *stel με IE. ρίζες που σημαίνουν «εκτείνω, απλώνω, διασπείρω» (πρβλ. λατ. sterno, αρχ. σλαβ. steljọ) είναι αναπόδεικτη, ενώ η προσπάθεια συσχετισμού με το IE. *ās- «ψήνω, καίω, πληγώνω» δεν γίνεται αποδεκτή. Απίθανη θεωρείται ακόμη η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από τη Σουμεριο-Βαβυλωνιακή (Ištar «Αφροδίτη»), ενώ δεν φαίνεται πειστική και η σύνδεση με το λεττ. stars «κλάδος, ακτίνα, αστραπή» και τις συγγενείς μ' αυτό λέξεις λόγω της διαφορετικής σημασίας τους. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιούνται παραλλήλως και οι τύποι: αστέρας, μεταπλασμένος τ. του αρχ. αστήρ, αστέρι < μσν. αστέριον < αρχ. αστέριον (πρβλ. αστέριος), άστρι < άστρον, αστρί < μσν. αστρίν < μσν. αστρίον*, υποκορ. του άστρον.ΠΑΡ. αστερίας, αστερικός, αστερίσκος, αστερισμός, αστερόεις, αστραίος, αστρικός, αστρώδηςμσν.- νεοελλ.αστεράτος, αστρί(ν)νεοελλ.αστεράκι, αστέρινος, αστράκι, άστρινος, αστρίτηςμσν.αστρίοναρχ.αστερίζω, αστέριος, αστερίτης, αστερώδης, αστρῴοςΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αστεροειδής, αστερώνω (-ώ), αστερωπός, αστροβολώ, αστροειδής, αστρολάβος, αστρολόγος, αστρομαντεία, αστρομάντης, αστρονόμος, αστροφεγγήςαρχ.-μσν.αστροθεάμωνμσν.- νεοελλ.αστερόμορφοςνεοελλ.αστερομάτης, αστεροφωτισμένος, αστεροφώτιστος, αστερόφωτος, αστροβλάστωμα, αστρογραφία, αστροειδής, αστροκάρυο, αστροκεντημένος, αστροκέντητος, αστροκύτταρο, αστρολατρεία, αστρομέτωπος, αστροναύτης, αστροναυτική, αστροπληθής, αστροσπαρμένος, αστροστολισμένος, αστρόφεγγος, αστροφυλλίτης, αστροφυσικήμσν.αστερόλεσχος, αστρογοητεία, αστροτέχνημααρχ.αστερόμματος, αστεροπληθής, αστερόπληκτος, αστεροφεγγής, αστερόφοιτος, αστροβλής, αστρόβλητος, αστροβολία, αστροβόλητος, αστρογείτων, αστροδίαιτος, αστροδίφης, αστροθέτης, αστροθύτης, αστροπαλεύω, αστροτέκτων, αστροφόρος, αστροχίτων(Β' συνθετικό) ανάστερος, διάστερος, επτάστερος, πολυάστερος / άναστρος, έναστρος, πολύαστροςαρχ.κύναστρος, ύπαστρος / ελικάστερος, εννεάστερος, επτάστερος, ευάστερος, ισάστερος].
Dictionary of Greek. 2013.